Λαυρείου

Λαυρείου
Λαύρειον
of Mt. Laurium
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλουτόχθων — ονος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πλουτόχθονας, θηλ. πλουτόχθονη, Ν 1. πλούσιος σε θησαυρούς τής γης 2. αυτός που πλουτίζει από τη γη του αρχ. (σχετικά με τα ορυχεία αργύρου τού Λαυρείου) πλούτος θησαυρών τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + χθών «γη» (πρβλ. αυτό… …   Dictionary of Greek

  • προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”